ορίνδης

ορίνδης
ὀρίνδης, ὁ (Α)
άρτος παρασκευασμένος από όρυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ' όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ' άλλους, η λ. δηλώνει έναν αιθιοπικό σπόρο φυτού που μοιάζει με σουσάμι, ενώ κατ' άλλους άρτο παρασκευασμένο από ρύζι ή από ένα είδος αιθιοπικού σπόρου που μοιάζει με σουσάμι. Αν η λ., παρ' όλα αυτά, αναφέρεται στο ρύζι, τότε αποτελεί παράλληλο τ. τής λ. όρυζα και είναι δάνειο από τη Δυτική Ιρανική (πρβλ. και περσ. birinj, αρμ. brinj). Βλ. και λ. όρυζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀρίνδην — ὀρίνδης bread made of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρίνδα — ὀρίνδᾱ , ὀρίνδης bread made of masc nom/voc/acc dual ὀρίνδης bread made of masc voc sg ὀρίνδᾱ , ὀρίνδης bread made of masc gen sg (doric aeolic) ὀρίνδης bread made of masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορίνδα — ὀρίνδα (Α) [ορίνδης] η όρυζα, το ρύζι …   Dictionary of Greek

  • ορίνδιος — ὀρίνδιος, ον (Α) [ορίνδης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρυζα, στο ρύζι …   Dictionary of Greek

  • όρυζα — η (Α ὄρυζα και ὄρυζον, τὸ) 1. βοτ. γένος υδροχαρών αγρωστωδών φυτών καθώς και τα φαγώσιμα σπέρματά τους, το ρύζι 2. φρ. «βράσε όρυζα» λέγεται σε περιπτώσεις κακής τροπής τών πραγμάτων ή ανεπανόρθωτης εξέλιξης μιας κατάστασης ή και για δήλωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”